Δε χρειάστηκε και πολύ μεγάλο ταξίδι για να πάει στην Ταγγέρη ο Σεραφείμ Καρνό, που τον λέγανε πιο σύντομα Σερά ο Σημαδεμένος. Πέρασε στην Ισπανία απ’ το Περινιάν, ρεμπέλεψε κάμποσο στις επάνω πολιτείες, ίσα ίσα μέχρις ότου να ξεχαστεί η «δουλειά», μετά κατηφόρισε με κείνα τα ασπρογάλαζα λεωφορεία το δρόμο της Γκρανάντας, πήρε μιαν αναπνοή στο Μορτίλ, ήρθε στη Μαλάγκα, με τα στημένα βαρελόκρασα στην προκυμαία και την ιστορία των Μαυριτανών της πάνω στο κάστρο του λόφου κι απ’ την Αλγεθίρα, την καρδιά της Τζιμπράλτας, μπήκε «τούκου τούκου» σ’ ένα ψαροκάικο με μοτόρι κι ήρθε με σύντομη νοτιοδυτική ρότα στην ελεύθερη πόλη.
Πριν σημαδευτεί ο Σερά Καρνό αλήτευε στην Κανεμπιέρα της Μαρσίλιας, από κάτω το Βιέ-Πορ και τη θαμπή Λεωφόρο της Δημοκρατίας, μέχρι επάνω το τέρμα του τράμ, πούλαγε όλων των ειδών τις αρλούμπες στα πεζοδρόμια του Καφέ Γκλασιέ, έκανε τον οδηγό στους περίεργους που τρέχανε με τις πασαρέλες στο νησάκι του Μόντε Κρίστο ή σκαρφαλώνανε με το φενικυλαίρ στην Παναγία της Γκαρντ, είτε ξεφώνιζε πίσω απ’ την πλατεία του Ταχυδρομείου στις «Φετ Φοραίν» που παρουσιάζανε θαύματα, σκοποβολές, παιχνίδια και σκανδαλιστικά θεάματα. Ο Σερά ήτανε ένα καλό παιδί, χωρίς μουστάκι, προσπαθούσε να κρατηθεί τίμιο, πήγε φαντάρος και φόρεσε τη γαλάζια στολή, έπιασε σαν βέρος Μαρσεγιέζος κοκοβιούς με την πεταχτή και αγαπητικές με τη γοητεία του κι ονειρευότανε ένα καπνοπωλείο, να ‘βαζε λέει την ταμπέλα του «Μπυρώ ντε Ταμπά Σεραφείμ Καρνό», να ‘πινε τ’ άσπρα Περιέ του και να έτρεχε τις Κυριακές στα φούτμπωλ μ’ ένα μπερέ μπάσκικο στο κεφάλι.
Το καράβι που κουβάλαγε τα μεγάλα του πεπρωμένα λεγότανε "Βίκινγκ" κι ήρθε με νορβηγέζικη σημαία ν' αράξει στο λιμάνι. Έτυχε, λοιπόν, ο Σεραφείμ να 'χει βγει παγάνα για μεροκάματο, φύσαγε και κείνος ο Μιστράλ που σηκώνει τις τσίγκινες στέγες, ξεραΐλα είχε πέσει στην πιάτσα, και λόγω αψιλίας έμπλεξε ο Σεραφείμ με τον Νορβηγέζο. Πέρασε τα λαθραία, ολόκληρο ένα πακέτο, το παρέδωσε στους Κορσικανούς των κάτω καφενέδων, πήρε το παραδάκι, άνοιξε τα μάτια του. Καλή δουλειά να βγάζεις δέκα και δεκαπέντε χιλιάρικα με μια βόλτα στο λιμάνι. Ο Σερά μπήκε στο γκεζί.
Η Μαρσίλια, το Παρίσι, η Λυών, όλες οι μεγάλες φραντσέζικες πολιτείες, "δουλεύουνε" ογδόντα τοις εκατό με τους Κορσικανούς. Είν' όλοι τους, ένα κι ένα παιδάκια, καλοντυμένα, με το πιστόλι στην "από μέσα", με μάτσα τα δεκαχίλιαρα στις τσέπες, μ'όλες τις "γκόμενες" στη διάθεσή τους και έχουνε τα μέσα στις μεγάλες πόρτες. Ο Σερά Καρνό άνοιξε τα μάτια του, είδε τι κορόιδο ήτανε τόσον καιρό και γίνηκε το ένα του μαζί τους. Έκανε τον "ψιλολόγο" στην αρχή, μετά τσακώθηκε με τον Λουτσιάνο κι ο Κορσικανός, θερμοαίματος, τον κάρφωσε με τη νάγια του στ' αριστερό μάγουλο. Ο Σερά δεν άφησε τη δουλειά να περάσει έτσι. Του την έστησε, το πρωί βρήκανε τον Λουτσιάνο με πηγμένα αίματα στο σβέρκο, τον πήγανε στο νεκροτομείο κι η πιάτσα εκτίμησε πολύ το "καλόπαιδο που καθάρισε έξυπνα και αμίλητα". Ο Σερά προβιβάστηκε, απόκτησε διαμέρισμα, έβαλε μέσα βάζα και πίνακες, γίνηκε πια εισοδηματίας κι έπαιρνε πόντους στις καλές δουλειές.
Ένα-δυο χρόνια ο Σερά ο Σημαδεμένος πέρασε ζάχαρη. Όμως, τότε που βρέθηκε σε κατάσταση ανυπαρξίας ο κύριος Ντυλέν -αγοραί πωλήσεις πολύτιμων λίθων- και δε βρεθήκανε οι πολύτιμοι λίθοι, η αστυνομία άρχισε να γίνεται ενοχλητική. Ο κύριος Ντυλέν είχε έναν γαμπρό βουλευτή, γράψαν οι εφημερίδες, δημιουργήθηκε σκάνδαλο. Ο Σερά ετοίμασε τα μπαγκάζια του. Ανέβηκε στο Περπινιάν με τη μικρούλα την Πεζώ του, πήρε τις σπανιόλικες στράτες και κατέληξε ότι θα 'τανε σίγουρος στην Ταγγέρη που δε λογαριάζει κανέναν, μια κι είναι ζώνη διεθνής και κει μέσα κάνουνε κουμάντο τρακόσιες αστυνομίες μαζί.
Ο Σερά πέρασε το "Σταίιτ του Γιβραλτάρ" και κατέβηκε στο λιμάνι με τα χαρτιά του εντάξει. Η πολιτεία κοιμότανε μέσα στη μεσημεριάτικη ζέστη, έκανε δηλαδή την κοιμισμένη γιατί η Ταγγέρη δεν κοιμάται ποτέ της, στις γωνιές οι σαράφηδες ταμπουρωμένοι λέγανε σε ταμπέλες μ' εννιά γλώσσες ότι αλλάζουνε νομίσματα, στο ξενοδοχείο "Μορόκο" του δώσανε καλή κάμαρα και του ετοιμάσανε μπάνιο. Ο Σερά μπήκε στη μπανιέρα μ' ένα αίσθημα σιγουριάς, έβαλε κολόνιες και πατσουλιά, ξυρίστηκε και κατέβηκε να δει τα "κόζα", τι γίνεται, πώς ζει ο κόσμος, πού υπάρχουνε καλές δουλειές και καλά μπουκάλια.
Η Ταγγέρη είναι η πιο έξυπνη πόλη της Γης. Δε δείχνει τίποτα από τη βρωμιά της και μόλο που 'ναι γεμάτη αραπάδες, ακόμα κι η φρουταγορά της είναι τεφαρίκι καθαριότητας.
'Ολες οι φυλές του Ισραήλ περπατάνε στην Κορνίς και στα σοκάκια της, τα λευκά διοικητικά κτίρια έχουνε μιαν ησυχία νοσοκομείου, οι κύριοι της Ιντερπολ είναι γελαστοί κι έχουνε κάτι κοιλάρες τόσο αστικές που λες κι είναι ικανές να χωνέψουνε κάθε ατιμία. Κάθε νύχτα μέσα στα καλντερίμια της βρίσκονται πέντ' έξι σκοτωμένοι, όλοι παιδάκια με λαμπρό παρελθόν, σπιούνιοι, δολοφόνοι, λαθρέμποροι, τέτοιοι. Όμως κανένας δε δείχνει να σκοτίζεται για τα γεγονότα κι οι εφημερίδες τα γράφουνε στα ψιλά, λες και πρόκειται για ρεκλάμα των κάλων.
Ο Σερά ο Σημαδεμένος ήπιε στα μπαρ, είδε χορούς από Μαροκινές με σημάδια στα μούτρα, έκανε κέφι με ναυτικούς που παίξανε ξύλο και τίποτ' άλλο. Πέντε μέρες και το πήρε απόφαση. Η Ταγγέρη δεν κάνει φράγκο, θα καθόταν εδώ μέχρι να 'ρθουνε τα καλά νέα και θα ξαναγύριζε στο βασίλειό του στη Μαρσίλια. Είχε στην τσέπη του μπόλικο παραδάκι, τις πέτρες εκείνου του μακαρίτη του Ντυλέν και χώρια που πούλησε την Πεζώ του στην Μπαρτσελώνα. Με τόσα λεφτά θα μπορούσε να κάνει μεγαλεμπόριο μπανάνας ή ν' ανακατευτεί σε καμμιά δουλειά με "ξανθές", όπως λένε στη Γαλλία του το λαθρεμπόριο των αμερικάνικων τσιγάρων. Όμως προτίμησε να κάτσει φρόνιμα, άντε τώρα ν' ανοίγεις παρτίδες σε ξένα χωράφια κι επιτέλους είχε κι αυτός δικαίωμα να "ξεκουραστεί" δυο-τρεις μήνες.
Εκείνο που του 'λειπε του κακομοίρη του Σερά ήτανε η παρέα. Να 'σαι Μαρσεγιέζος και μόνος σου σε κοτζαμ πολιτεία δε γίνεται κι όταν μάλιστα έχεις την τσέπη γεμάτη παραδάκι. Μια παρέα χρειάζεται, γλυκαίνει τη ζωή, τρώει μαζί σου και της ανάβεις και καμμιά σφαλιάρα άμα έχεις τα νεύρα σου. Ο Σερά έψαξε σ' όλη την Ταγγέρη, είδε κάτι κοκκινομάλες Αμερικάνες και σιχάθηκε, είδε σπανιόλες του σκοινιού και του παλουκιού και αηδίασε, είδε ντόπιες και τον έπιασε μυρμηρία. Αυτός ήθελε μια Φραντσεζούλα, από εκείνες που η μυτούλα τους σπαθίζει τον αέρα, που τρώνε σαλιγκάρια με άσπρο κρασί και που σέρνουνε τραγουδιστά την κουβέντα τους.
Η Φραντσεζούλα που ήρθε λεγόταν Μπλανς κι ο διάβολος ξέρει πώς βρέθηκε σε τούτον τον καταραμένο τόπο. Όμως ήτανε τρυφερή και γλυκιά σαν Κρεπ-Συζέτ. Λοιπόν, ο Σερά ο Σημαδεμένος ένιωσε να ξυπνάει μέσα του ο ζαντιγιόμ, ο ευγενής Γάλλος, και της χαμογέλασε και της είπε για την πατρίδα του και την κουβάλησε μαζί του να χορέψουνε απαράλλακτα, όπως θα ‘κανε αν βρισκότανε στη Μασσαλία του.
Τη νύχτα, αργά όπως έβγαινε λειψό απ’ αριστερά το φεγγάρι, ο Σερά κάθισε μαζί της στη βεράντα. Το γκαρσόνι έφερε ένα μπουκάλι σαμπάνια ροζέ από εκείνη που πίνουν οι Νότιοι Γάλλοι, ο κήπος μύριζε τζαντζαμίνι, πέρα μακριά η θάλασσα έγραφε με σκούρο ασημί τις σπληάδες της. Ο Σερά πήρε το χέρι της στο δικό του κι είπε ένα σωρό τρυφερές κουβέντες μια αράπικη μουσική έκλαιγε μακρόσυρτη κι ενοχλητική. Όλα ήτανε αριστούργημα.
Όλες οι Μπλανς του κόσμου είναι ίδιες και εφαρμόζουνε το ίδιο σύστημα. Πρώτα ακουμπάνε το κεφάλι τους στον ώμο κάποιου Σερά, μετά αναστενάζουνε και δείχνουνε διαθέσεις να δακρύσουνε, πιο μετά κάνουνε τις δύσκολες και τις δυστυχισμένες. Τούτη εδώ η Μπλανς σερβίρισε μιαν ιστορία γεμάτη ψέματα, γιατί έτσι πλαστήκανε οι Σερά και οι Μπλανς από τον καιρό του Παραδείσου.
Όταν χωρίσανε, το μπουκάλι ήτανε αδειανό από σαμπάνια και οι καρδιές τους γεμάτες έρωτα. Ο Σερά άρχισε να βρίσκει την Ταγγέρη χαριτωμένη. Πριν τον πάρει ο ύπνος άκουσε να λαλάν τα κοκόρια.
Το πρωί μπήκε κάτου από το ντους και ξανακέρδισε τα νεύρα του. Στις φρυγανιές βρήκε την ψυχραιμία του. Μάλιστα. Γιατί να μην παντρευτεί; Κάποτε θα παντρευότανε, όλοι οι άντρες καταλήγουνε σ’αυτό το θλιβερό συμπέρασμα. Αντί να γυρίσει στη Μασσαλία και να ξαναρχίσει τις δουλειές με τα παιδιά, θα μπορούσε ν’ανέβει σε καμιά πόλη βορινή και ν’ ανοίξει το καπνοπωλείο του. Θα σκάρωνε και τίποτα απογόνους που θα τους δίδασκε ηθικές αρχές, καλήν ανατροφή και καθολικά τροπάρια. Λεφτά είχε, και κείνες οι πέτρες του κυρίου Ντυλέν φτάνανε για ένα έντιμο μέλλον. Ο Σερά άρχισε να γίνεται τίμιος, ήτανε το πρώτο σημάδι κατάπτωσης και γηρατειών. Τίμιοι γίνονται όσοι δεν έχουνε το θάρρος να κάνουνε ατιμίες και τίμιοι φαίνονται όσοι έχουνε την εξυπνάδα να κρύβουνε τις ατιμίες τους.
Ο Μαρσεγιέζος πέταξε τον Σερά τον Σημαδεμένο στα σκουπίδια και πήρε ένα ύφος «κυρίου Σεραφείμ Καρνό». Πήρε κι ένα μπουκέτο λουλούδια άσπρα σαν την αγνότητα και την περίμενε στο σαλόνι. Όταν την είδε να ‘ρχεται πεταχτή σαν πουλάκι, γίνηκε ρομαντικός.
-Το σκέφτηκα, είπε. Θέλεις να παντρευτούμε;
Όλες οι Μπλανς κολακεύονται όταν τους προτείνει κάποιος Σερά γάμο. Τούτη δω η Μπλανς δάκρυσε. Ήτανε από άρνηση.
-Όχι Σεραφείμ, απάντησε. Πέρασα πολλή δυστυχία. Δεν έχω να σου προσφέρω τίποτα. Πώς θα ζήσουμε;
Ο Σερά ο Σημαδεμένος ξύπνησε μέσα στο μεσιέ Σεραφείμ Καρνό και του ‘δωσε θάρρος.
-Έχω εγώ, είπε. Θ’ ανοίξουμε ένα μαγαζί στη Νάντη, στη Λίλη, στο Μπορντώ, όπου σ’ αρέσει.
Κατέβασε τα μάτια της και μια βδομάδα αργότερα τα’ άνοιξε γεμάτα έκπληξη να θαυμάσει τις πολύτιμες πέτρες του μνηστήρα της. Ο Σερά καμάρωνε.
-Όλες μου τις οικονομίες τις έντυσα σε πολύτιμες πέτρες. Έκανα μεγάλες δουλειές στην Αφρική. Τώρα βαρέθηκα πια.
Η Μπλανς δε μίλησε. Μόνο του ‘σφιξε το χέρι.
Το ίδιο απόγευμα, ένας κύριος κομμάτι στεγνός έσφιγγε και τα δυο χέρια του Σερά του Σημαδεμένου. Τα ‘σφιγγε με χειροπέδες. Ο κύριος ήτανε της Ιντερπόλ. Πλάι του στεκόταν η Μπλανς.
-Με συγχωρείς, Σερά. Είμαι κι εγώ της αστυνομίας. Έπρεπε να βρούμε τις πέτρες Ντυλέν.
Ο Σερά δε μίλησε. Ο νόμος του παιχνιδιού είν’ έτσι: «Κέρδη και ζημίαι». Μόνο αργότερα, στις φυλακές της Τουλών, άνοιξε την καρδιά του.
-Δε με νοιάζει που μ’ έπιασε. Με νοιάζει που μου ‘κανε τσιριμόνιες να την πατρευτώ. Δεν ήθελε, λέει, το γάμο. Πώς δεν ήθελε, αφού ήτανε γυναίκα αυτουνού του τράγου που μ’ έπιασε;
Κι έσπαζε το κεφάλι του να καταλάβει. Σαν να είναι ποτέ δυνατόν οι Σερά να καταλάβουν τις Μπλανς του κόσμου τούτου!
Πριν σημαδευτεί ο Σερά Καρνό αλήτευε στην Κανεμπιέρα της Μαρσίλιας, από κάτω το Βιέ-Πορ και τη θαμπή Λεωφόρο της Δημοκρατίας, μέχρι επάνω το τέρμα του τράμ, πούλαγε όλων των ειδών τις αρλούμπες στα πεζοδρόμια του Καφέ Γκλασιέ, έκανε τον οδηγό στους περίεργους που τρέχανε με τις πασαρέλες στο νησάκι του Μόντε Κρίστο ή σκαρφαλώνανε με το φενικυλαίρ στην Παναγία της Γκαρντ, είτε ξεφώνιζε πίσω απ’ την πλατεία του Ταχυδρομείου στις «Φετ Φοραίν» που παρουσιάζανε θαύματα, σκοποβολές, παιχνίδια και σκανδαλιστικά θεάματα. Ο Σερά ήτανε ένα καλό παιδί, χωρίς μουστάκι, προσπαθούσε να κρατηθεί τίμιο, πήγε φαντάρος και φόρεσε τη γαλάζια στολή, έπιασε σαν βέρος Μαρσεγιέζος κοκοβιούς με την πεταχτή και αγαπητικές με τη γοητεία του κι ονειρευότανε ένα καπνοπωλείο, να ‘βαζε λέει την ταμπέλα του «Μπυρώ ντε Ταμπά Σεραφείμ Καρνό», να ‘πινε τ’ άσπρα Περιέ του και να έτρεχε τις Κυριακές στα φούτμπωλ μ’ ένα μπερέ μπάσκικο στο κεφάλι.
Το καράβι που κουβάλαγε τα μεγάλα του πεπρωμένα λεγότανε "Βίκινγκ" κι ήρθε με νορβηγέζικη σημαία ν' αράξει στο λιμάνι. Έτυχε, λοιπόν, ο Σεραφείμ να 'χει βγει παγάνα για μεροκάματο, φύσαγε και κείνος ο Μιστράλ που σηκώνει τις τσίγκινες στέγες, ξεραΐλα είχε πέσει στην πιάτσα, και λόγω αψιλίας έμπλεξε ο Σεραφείμ με τον Νορβηγέζο. Πέρασε τα λαθραία, ολόκληρο ένα πακέτο, το παρέδωσε στους Κορσικανούς των κάτω καφενέδων, πήρε το παραδάκι, άνοιξε τα μάτια του. Καλή δουλειά να βγάζεις δέκα και δεκαπέντε χιλιάρικα με μια βόλτα στο λιμάνι. Ο Σερά μπήκε στο γκεζί.
Η Μαρσίλια, το Παρίσι, η Λυών, όλες οι μεγάλες φραντσέζικες πολιτείες, "δουλεύουνε" ογδόντα τοις εκατό με τους Κορσικανούς. Είν' όλοι τους, ένα κι ένα παιδάκια, καλοντυμένα, με το πιστόλι στην "από μέσα", με μάτσα τα δεκαχίλιαρα στις τσέπες, μ'όλες τις "γκόμενες" στη διάθεσή τους και έχουνε τα μέσα στις μεγάλες πόρτες. Ο Σερά Καρνό άνοιξε τα μάτια του, είδε τι κορόιδο ήτανε τόσον καιρό και γίνηκε το ένα του μαζί τους. Έκανε τον "ψιλολόγο" στην αρχή, μετά τσακώθηκε με τον Λουτσιάνο κι ο Κορσικανός, θερμοαίματος, τον κάρφωσε με τη νάγια του στ' αριστερό μάγουλο. Ο Σερά δεν άφησε τη δουλειά να περάσει έτσι. Του την έστησε, το πρωί βρήκανε τον Λουτσιάνο με πηγμένα αίματα στο σβέρκο, τον πήγανε στο νεκροτομείο κι η πιάτσα εκτίμησε πολύ το "καλόπαιδο που καθάρισε έξυπνα και αμίλητα". Ο Σερά προβιβάστηκε, απόκτησε διαμέρισμα, έβαλε μέσα βάζα και πίνακες, γίνηκε πια εισοδηματίας κι έπαιρνε πόντους στις καλές δουλειές.
Ένα-δυο χρόνια ο Σερά ο Σημαδεμένος πέρασε ζάχαρη. Όμως, τότε που βρέθηκε σε κατάσταση ανυπαρξίας ο κύριος Ντυλέν -αγοραί πωλήσεις πολύτιμων λίθων- και δε βρεθήκανε οι πολύτιμοι λίθοι, η αστυνομία άρχισε να γίνεται ενοχλητική. Ο κύριος Ντυλέν είχε έναν γαμπρό βουλευτή, γράψαν οι εφημερίδες, δημιουργήθηκε σκάνδαλο. Ο Σερά ετοίμασε τα μπαγκάζια του. Ανέβηκε στο Περπινιάν με τη μικρούλα την Πεζώ του, πήρε τις σπανιόλικες στράτες και κατέληξε ότι θα 'τανε σίγουρος στην Ταγγέρη που δε λογαριάζει κανέναν, μια κι είναι ζώνη διεθνής και κει μέσα κάνουνε κουμάντο τρακόσιες αστυνομίες μαζί.
Ο Σερά πέρασε το "Σταίιτ του Γιβραλτάρ" και κατέβηκε στο λιμάνι με τα χαρτιά του εντάξει. Η πολιτεία κοιμότανε μέσα στη μεσημεριάτικη ζέστη, έκανε δηλαδή την κοιμισμένη γιατί η Ταγγέρη δεν κοιμάται ποτέ της, στις γωνιές οι σαράφηδες ταμπουρωμένοι λέγανε σε ταμπέλες μ' εννιά γλώσσες ότι αλλάζουνε νομίσματα, στο ξενοδοχείο "Μορόκο" του δώσανε καλή κάμαρα και του ετοιμάσανε μπάνιο. Ο Σερά μπήκε στη μπανιέρα μ' ένα αίσθημα σιγουριάς, έβαλε κολόνιες και πατσουλιά, ξυρίστηκε και κατέβηκε να δει τα "κόζα", τι γίνεται, πώς ζει ο κόσμος, πού υπάρχουνε καλές δουλειές και καλά μπουκάλια.
Η Ταγγέρη είναι η πιο έξυπνη πόλη της Γης. Δε δείχνει τίποτα από τη βρωμιά της και μόλο που 'ναι γεμάτη αραπάδες, ακόμα κι η φρουταγορά της είναι τεφαρίκι καθαριότητας.
'Ολες οι φυλές του Ισραήλ περπατάνε στην Κορνίς και στα σοκάκια της, τα λευκά διοικητικά κτίρια έχουνε μιαν ησυχία νοσοκομείου, οι κύριοι της Ιντερπολ είναι γελαστοί κι έχουνε κάτι κοιλάρες τόσο αστικές που λες κι είναι ικανές να χωνέψουνε κάθε ατιμία. Κάθε νύχτα μέσα στα καλντερίμια της βρίσκονται πέντ' έξι σκοτωμένοι, όλοι παιδάκια με λαμπρό παρελθόν, σπιούνιοι, δολοφόνοι, λαθρέμποροι, τέτοιοι. Όμως κανένας δε δείχνει να σκοτίζεται για τα γεγονότα κι οι εφημερίδες τα γράφουνε στα ψιλά, λες και πρόκειται για ρεκλάμα των κάλων.
Ο Σερά ο Σημαδεμένος ήπιε στα μπαρ, είδε χορούς από Μαροκινές με σημάδια στα μούτρα, έκανε κέφι με ναυτικούς που παίξανε ξύλο και τίποτ' άλλο. Πέντε μέρες και το πήρε απόφαση. Η Ταγγέρη δεν κάνει φράγκο, θα καθόταν εδώ μέχρι να 'ρθουνε τα καλά νέα και θα ξαναγύριζε στο βασίλειό του στη Μαρσίλια. Είχε στην τσέπη του μπόλικο παραδάκι, τις πέτρες εκείνου του μακαρίτη του Ντυλέν και χώρια που πούλησε την Πεζώ του στην Μπαρτσελώνα. Με τόσα λεφτά θα μπορούσε να κάνει μεγαλεμπόριο μπανάνας ή ν' ανακατευτεί σε καμμιά δουλειά με "ξανθές", όπως λένε στη Γαλλία του το λαθρεμπόριο των αμερικάνικων τσιγάρων. Όμως προτίμησε να κάτσει φρόνιμα, άντε τώρα ν' ανοίγεις παρτίδες σε ξένα χωράφια κι επιτέλους είχε κι αυτός δικαίωμα να "ξεκουραστεί" δυο-τρεις μήνες.
Εκείνο που του 'λειπε του κακομοίρη του Σερά ήτανε η παρέα. Να 'σαι Μαρσεγιέζος και μόνος σου σε κοτζαμ πολιτεία δε γίνεται κι όταν μάλιστα έχεις την τσέπη γεμάτη παραδάκι. Μια παρέα χρειάζεται, γλυκαίνει τη ζωή, τρώει μαζί σου και της ανάβεις και καμμιά σφαλιάρα άμα έχεις τα νεύρα σου. Ο Σερά έψαξε σ' όλη την Ταγγέρη, είδε κάτι κοκκινομάλες Αμερικάνες και σιχάθηκε, είδε σπανιόλες του σκοινιού και του παλουκιού και αηδίασε, είδε ντόπιες και τον έπιασε μυρμηρία. Αυτός ήθελε μια Φραντσεζούλα, από εκείνες που η μυτούλα τους σπαθίζει τον αέρα, που τρώνε σαλιγκάρια με άσπρο κρασί και που σέρνουνε τραγουδιστά την κουβέντα τους.
Η Φραντσεζούλα που ήρθε λεγόταν Μπλανς κι ο διάβολος ξέρει πώς βρέθηκε σε τούτον τον καταραμένο τόπο. Όμως ήτανε τρυφερή και γλυκιά σαν Κρεπ-Συζέτ. Λοιπόν, ο Σερά ο Σημαδεμένος ένιωσε να ξυπνάει μέσα του ο ζαντιγιόμ, ο ευγενής Γάλλος, και της χαμογέλασε και της είπε για την πατρίδα του και την κουβάλησε μαζί του να χορέψουνε απαράλλακτα, όπως θα ‘κανε αν βρισκότανε στη Μασσαλία του.
Τη νύχτα, αργά όπως έβγαινε λειψό απ’ αριστερά το φεγγάρι, ο Σερά κάθισε μαζί της στη βεράντα. Το γκαρσόνι έφερε ένα μπουκάλι σαμπάνια ροζέ από εκείνη που πίνουν οι Νότιοι Γάλλοι, ο κήπος μύριζε τζαντζαμίνι, πέρα μακριά η θάλασσα έγραφε με σκούρο ασημί τις σπληάδες της. Ο Σερά πήρε το χέρι της στο δικό του κι είπε ένα σωρό τρυφερές κουβέντες μια αράπικη μουσική έκλαιγε μακρόσυρτη κι ενοχλητική. Όλα ήτανε αριστούργημα.
Όλες οι Μπλανς του κόσμου είναι ίδιες και εφαρμόζουνε το ίδιο σύστημα. Πρώτα ακουμπάνε το κεφάλι τους στον ώμο κάποιου Σερά, μετά αναστενάζουνε και δείχνουνε διαθέσεις να δακρύσουνε, πιο μετά κάνουνε τις δύσκολες και τις δυστυχισμένες. Τούτη εδώ η Μπλανς σερβίρισε μιαν ιστορία γεμάτη ψέματα, γιατί έτσι πλαστήκανε οι Σερά και οι Μπλανς από τον καιρό του Παραδείσου.
Όταν χωρίσανε, το μπουκάλι ήτανε αδειανό από σαμπάνια και οι καρδιές τους γεμάτες έρωτα. Ο Σερά άρχισε να βρίσκει την Ταγγέρη χαριτωμένη. Πριν τον πάρει ο ύπνος άκουσε να λαλάν τα κοκόρια.
Το πρωί μπήκε κάτου από το ντους και ξανακέρδισε τα νεύρα του. Στις φρυγανιές βρήκε την ψυχραιμία του. Μάλιστα. Γιατί να μην παντρευτεί; Κάποτε θα παντρευότανε, όλοι οι άντρες καταλήγουνε σ’αυτό το θλιβερό συμπέρασμα. Αντί να γυρίσει στη Μασσαλία και να ξαναρχίσει τις δουλειές με τα παιδιά, θα μπορούσε ν’ανέβει σε καμιά πόλη βορινή και ν’ ανοίξει το καπνοπωλείο του. Θα σκάρωνε και τίποτα απογόνους που θα τους δίδασκε ηθικές αρχές, καλήν ανατροφή και καθολικά τροπάρια. Λεφτά είχε, και κείνες οι πέτρες του κυρίου Ντυλέν φτάνανε για ένα έντιμο μέλλον. Ο Σερά άρχισε να γίνεται τίμιος, ήτανε το πρώτο σημάδι κατάπτωσης και γηρατειών. Τίμιοι γίνονται όσοι δεν έχουνε το θάρρος να κάνουνε ατιμίες και τίμιοι φαίνονται όσοι έχουνε την εξυπνάδα να κρύβουνε τις ατιμίες τους.
Ο Μαρσεγιέζος πέταξε τον Σερά τον Σημαδεμένο στα σκουπίδια και πήρε ένα ύφος «κυρίου Σεραφείμ Καρνό». Πήρε κι ένα μπουκέτο λουλούδια άσπρα σαν την αγνότητα και την περίμενε στο σαλόνι. Όταν την είδε να ‘ρχεται πεταχτή σαν πουλάκι, γίνηκε ρομαντικός.
-Το σκέφτηκα, είπε. Θέλεις να παντρευτούμε;
Όλες οι Μπλανς κολακεύονται όταν τους προτείνει κάποιος Σερά γάμο. Τούτη δω η Μπλανς δάκρυσε. Ήτανε από άρνηση.
-Όχι Σεραφείμ, απάντησε. Πέρασα πολλή δυστυχία. Δεν έχω να σου προσφέρω τίποτα. Πώς θα ζήσουμε;
Ο Σερά ο Σημαδεμένος ξύπνησε μέσα στο μεσιέ Σεραφείμ Καρνό και του ‘δωσε θάρρος.
-Έχω εγώ, είπε. Θ’ ανοίξουμε ένα μαγαζί στη Νάντη, στη Λίλη, στο Μπορντώ, όπου σ’ αρέσει.
Κατέβασε τα μάτια της και μια βδομάδα αργότερα τα’ άνοιξε γεμάτα έκπληξη να θαυμάσει τις πολύτιμες πέτρες του μνηστήρα της. Ο Σερά καμάρωνε.
-Όλες μου τις οικονομίες τις έντυσα σε πολύτιμες πέτρες. Έκανα μεγάλες δουλειές στην Αφρική. Τώρα βαρέθηκα πια.
Η Μπλανς δε μίλησε. Μόνο του ‘σφιξε το χέρι.
Το ίδιο απόγευμα, ένας κύριος κομμάτι στεγνός έσφιγγε και τα δυο χέρια του Σερά του Σημαδεμένου. Τα ‘σφιγγε με χειροπέδες. Ο κύριος ήτανε της Ιντερπόλ. Πλάι του στεκόταν η Μπλανς.
-Με συγχωρείς, Σερά. Είμαι κι εγώ της αστυνομίας. Έπρεπε να βρούμε τις πέτρες Ντυλέν.
Ο Σερά δε μίλησε. Ο νόμος του παιχνιδιού είν’ έτσι: «Κέρδη και ζημίαι». Μόνο αργότερα, στις φυλακές της Τουλών, άνοιξε την καρδιά του.
-Δε με νοιάζει που μ’ έπιασε. Με νοιάζει που μου ‘κανε τσιριμόνιες να την πατρευτώ. Δεν ήθελε, λέει, το γάμο. Πώς δεν ήθελε, αφού ήτανε γυναίκα αυτουνού του τράγου που μ’ έπιασε;
Κι έσπαζε το κεφάλι του να καταλάβει. Σαν να είναι ποτέ δυνατόν οι Σερά να καταλάβουν τις Μπλανς του κόσμου τούτου!
Νίκος Τσιφόρος