Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας (1908)
(Σκιαθίτικα Διηγήματα)

Ανεμόμυλοι(Κωνσταντίνος Βολανάκης)
Κάτω ἀπὸ τὸν κρημνόν, ὁποῦ βρέχουν τὰ κύματα, ὅπου κατέρχεται τὸ μονοπάτι, τὸ ἀρχίζον ἀπὸ τὸν ἀνεμόμυλον τοῦ Μαμογιάννη, ὁποῦ ἀντικρύζει τὰ Μνημούρια, καὶ δυτικῶς, δίπλα εἰς τὴν χαμηλὴν προεξοχὴν τοῦ γιαλοῦ, τὴν ὁποίαν τὰ μαγκόπαιδα τοῦ χωρίου, ὁποῦ δὲν παύουν ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας, ὅλον τὸ θέρος, νὰ κολυμβοῦν ἐκεῖ τριγύρω, ὀνομάζουν τὸ Κοχύλι -φαίνεται νὰ ἔχῃ τοιοῦτον σχῆμα- κατέβαινε τὸ βράδυ-βράδυ ἡ γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχὴ γραία, κρατοῦσα ὑπὸ τὴν μασχάλην μίαν ἀβασταγήν, διὰ νὰ πλύνῃ τὰ μάλλινα σινδόνια της εἰς τὸ κῦμα τὸ ἁλμυρόν, εἴτα νὰ ξεγλυκάνῃ εἰς τὴν μικρὰν βρύσιν, Γυναίκες πλένουν στο ποτάμι(Κωνσταντίνος Βολανάκης)
τὸ Γλυφονέρι, ὁποῦ δακρύζει ἀπὸ τὸν βράχον τοῦ σχιστολίθου, καὶ χύνεται ἤρεμα εἰς τὰ κύματα. Κατέβαινε σιγὰ τὸν κατήφορον, τὸ μονοπάτι, καὶ μὲ ψίθυρον φωνὴν ἔμελπεν ἓν πένθιμον βαθὺ μοιρολόγι, φέρουσα ἅμα τὴν παλάμην εἰς τὸ μέτωπόν της, διὰ νὰ σκεπάση τὰ ὄμματα ἀπὸ τὸ θάμβος τοῦ ἡλίου, ὁποῦ ἐβασίλευεν εἰς τὸ βουνὸν ἀντικρύ, κ᾿ αἱ ἀκτῖνες του ἐθώπευον κατέναντί της τὸν μικρὸν περίβολον καὶ τὰ μνήματα τῶν νεκρῶν, πάλλευκα, ἀσβεστωμένα, λάμποντα εἰς τὰς τελευταίας του ἀκτῖνας.
Ἐνθυμεῖτο τὰ πέντε παιδιά της, τὰ ὁποῖα εἶχε θάψει εἰς τὸ ἁλῶνι ἐκεῖνο τοῦ χάρου, εἰς τὸν κῆπον ἐκεῖνον τῆς φθορᾶς, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, πρὸ χρόνων πολλῶν, ὅταν ἦτο νέα ἀκόμη. Δυὸ κοράσια καὶ τρία ἀγόρια, ὅλα εἰς μικρὰν ἡλικίαν τῆς εἶχε θερίσει ὁ χάρος ὁ ἀχόρταστος.
Τελευταῖον ἐπῆρε καὶ τὸν ἄνδρα της, καὶ τῆς εἶχον μείνει μόνον δυὸ υἱοί, ξενιτευμένοι τώρα. Ὁ εἶς εἶχεν ὑπάγει, τῆς εἶπον, εἰς τὴν Αὐστραλίαν, καὶ δὲν εἶχε στείλει γράμμα ἀπὸ τριῶν ἐτῶν. Αὐτὴ δὲν ἤξευρε τί εἶχεν ἀπογίνει. Ὁ ἄλλος ὁ μικρότερος ἐταξίδευε μὲ τὰ καράβια ἐντὸς τῆς Μεσογείου, καὶ κάποτε τὴν ἐνθυμεῖτο ἀκόμη. Τῆς εἶχε μείνει καὶ μία κόρη, ὑπανδρευμένη τώρα, μὲ μισὴν δωδεκάδα παιδιά.
Πλησίον αὐτῆς, ἡ γριά-Λούκαινα ἐθήτευε τώρα, εἰς τὸ γῆρας της, καὶ δι᾿ αὐτὴν ἐπήγαινε τὸν κατήφορον, τὸ μονοπάτι, διὰ νὰ πλύνῃ τὰ χράμια καὶ ἄλλα διάφορα σκουτιὰ εἰς τὸ κῦμα τὸ ἁλμυρόν, καὶ νὰ τὰ ξεγλυκάνη στὸ Γλυφονέρι.
Ἡ γραῖα ἔκυψεν εἰς τὴν ἄκρην χθαμαλοῦ, θαλασσοφαγωμένου βράχου, καὶ ἤρχισε νὰ πλύνῃ τὰ ροῦχα. Δεξιά της κατήρχετο ὁμαλώτερος, πλαγιαστός, ὁ κρημνὸς τοῦ γηλόφου, ἐφ᾿ οὗ ἦτο τὸ Κοιμητήριον, καὶ εἰς τὰ κλίτη τοῦ ὁποίου ἐκυλίοντο ἀενάως πρὸς τὴν θάλασσαν τὴν πανδέγμονα τεμάχια σαπρῶν ξύλων ἀπὸ ξεχώματα, ἤτοι ἀνακομιδὰς ἀνθρωπίνων σκελετῶν, λείψανα ἀπόχρυσες γόβες ἢ χρυσοκέντητα ὑποκάμισα νεαρῶν γυναικών, συνταφέντα ποτὲ μαζί των, βόστρυχοι ἀπὸ κόμας ξανθάς, καὶ ἄλλα τοῦ θανάτου λάφυρα. Ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς της, ὀλίγον πρὸς τὰ δεξιά, ἐντὸς μικρᾶς κρυπτῆς λάκκας, παραπλεύρως τοῦ Κοιμητηρίου, εἶχε καθίσει νεαρὸς βοσκός, ἐπιστρέφων μὲ τὸ μικρὸν κοπάδι του ἀπὸ τοὺς ἀγρούς, καί, χωρὶς ν᾿ ἀναλογισθῆ τὸ πένθιμον τοῦ τόπου, εἶχε βγάλει τὸ σουραῦλι ἀπὸ τὸ μαρσίπιόν του, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ φαιδρὸν ποιμενικὸν ᾆσμα. Τὸ μοιρολόγι τῆς γραίας ἐκόπασεν εἰς τὸν θόρυβον τοῦ αὐλοῦ, καὶ οἱ ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς τὴν ὥραν ἐκείνην - εἶχε δύσει ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἥλιος - ἤκουον μόνον τὴν φλογέραν, κ᾿ ἐκοίταζον νὰ ἴδωσι ποῦ ἦτο ὁ αὐλητής, ὅστις δὲν ἐφαίνετο, κρυμμένος μεταξὺ τῶν θάμνων, μέσα εἰς τὸ βαθὺ κοίλωμα τοῦ κρημνοῦ.
Πλοίο(Κωνσταντίνος Βολανάκης)
Μία γολέτα ἦτο σηκωμένη στὰ πανιά, κ᾿ ἔκαμνε βόλτες ἐντὸς τοῦ λιμένος. Ἀλλὰ δὲν ἔπαιρναν τὰ πανιά της, καὶ δὲν ἔκαμπτε ποτὲ τὸν κάβον τὸν δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα ἐκεῖ πλησίον, εἰς τὰ βαθιὰ νερά, ἤκουσεν ἴσως τὸ σιγανὸν μοιρολόγι τῆς γραίας, ἐθέλχθη ἀπὸ τὸν θορυβώδη αὐλὸν τοῦ μικροῦ βοσκοῦ, καὶ ἦλθε παραέξω, εἰς τὰ ρηχά, κ᾿ ἐτέρπετο εἰς τὸν ἦχον, κ᾿ ἐλικνίζετο εἰς κύματα. Μία μικρὰ κόρη, ἦτο ἡ μεγαλυτέρα ἐγγονὴ τῆς γραίας, ἡ Ἀκριβούλα, ἐννέα ἐτῶν, ἴσως τὴν εἶχε στείλει ἡ μάννα της, ἢ μᾶλλον εἶχε ξεκλεφθῆ ἀπὸ τὴν ἄγρυπνον ἐπιτήρησίν της, καὶ μαθοῦσα ὅτι ἡ μάμμη εὐρίσκετο εἰς τὸ Κοχύλι, πλύνουσα εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἦλθε νὰ τὴν εὔρη, διὰ νὰ παίξη ὀλίγον εἰς τὰ κύματα. Ἀλλὰ δὲν ἤξευρεν ὅπως πόθεν ἤρχιζε τὸ μονοπάτι, ἀπὸ τοῦ Μαμογιάννη τὸν μύλον, ἀντικρὺ στὰ Μνημούρια, καὶ ἅμα ἤκουσε τὴν φλογέραν, ἐπῆγε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ἀνεκάλυψε τὸν κρυμμένον αὐλητήν. Καὶ ἀφοῦ ἐχόρτασε ν᾿ ἀκούῃ τὸ ὄργανόν του καὶ νὰ καμαρώνῃ τὸν μικρὸν βοσκόν, εἶδεν ἐκεῖ πού, εἰς τὴν ἀμφιλύκην τοῦ νυκτώματος, ἓν μικρὸν μονοπάτι, καὶ ὅτι ἐκεῖθεν εἶχε κατέλθει ἡ γραῖα ἡ μάμμη της. Κ᾿ ἐπῆρε τὸ κατηφορικὸν ἀπότομον μονοπάτι διὰ νὰ φθάση εἰς τὸν αἰγιαλὸν νὰ τὴν ἀνταμώση. Καὶ εἶχε νυκτώσει ἤδη.
Ἡ μικρὰ κατέβη ὀλίγα βήματα κάτω, εἴτα εἶδεν ὅτι ὁ δρομίσκος ἐγίνετο ἀκόμη πλέον ἀπόκρημνος. Ἔβαλε μίαν φωνήν, κ᾿ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀναβῇ, νὰ ἐπιστρέψη ὀπίσω. Εὐρίσκετο ἐπάνω εἰς τὴν ὀφρὺν ἑνὸς προεξέχοντος βράχου, ὡς δυὸ ἀναστήματα ἀνδρὸς ὑπεράνω τῆς θαλάσσης. Ὁ οὐρανὸς ἐσκοτείνιαζε, σύννεφα ἔκρυπταν τὰ ἄστρα, καὶ ἦτον στὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ. Ἐπροσπάθησε καὶ δὲν εὕρισκε πλέον τὸν δρόμον πόθεν εἶχε κατέλθει. Ἐγύρισεν πάλιν πρὸς τὰ κάτω, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ καταβῇ.
Ἐγλίστρησε κ᾿ ἔπεσε, μπλούμ! εἰς τὸ κῦμα. Ἦτο τόσον βαθὺ ὅσον καὶ ὁ βράχος ὑψηλός. Δυὸ ὀργυιὲς ὡς ἔγγιστα. Ὁ θόρυβος τοῦ αὐλοῦ ἔκαμε νὰ μὴ ἀκουσθῇ ἡ κραυγή. Ὁ βοσκὸς ἤκουσεν ἕνα πλαταγισμόν, ἀλλὰ ἐκεῖθεν ὅπου ἦτο, δὲν ἔβλεπε τὴ βάσιν τοῦ βράχου καὶ τὴν ἄκρην τοῦ γιαλοῦ. Ἄλλως δὲν εἶχε προσέξει εἰς τὴν μικρὰν κόρην καὶ σχεδὸν δὲν εἶχεν αἰσθανθῆ τὴν παρουσίαν της.
Καθὼς εἶχε νυκτώσει ἤδη, ἡ γραῖα Λούκαινα εἶχε κάμει τὴν ἀβασταγήν της, καὶ ἤρχισε ν᾿ ἀνέρχεται τὸ μονοπάτι, ἐπιστρέφουσα κατ᾿ οἶκον. Εἰς τὴν μέσην του δρομίσκου ἤκουσε τὸν πλαταγισμόν, ἐστράφη κ᾿ ἐκοίταξεν εἰς τὸ σκότος, πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἦτο ὁ αὐλητής.
- Κεῖνος ὁ Σουραυλῆς θὰ εἶναι, εἶπε, διότι τὸν ἐγνώριζε. Δὲν τοῦ φτάνει νὰ ξυπνᾷ τοὺς πεθαμένους μὲ τὴ φλογέρα του, μόνο ρίχνει καὶ βράχια στὸ γιαλὸ γιὰ νὰ χαζεύῃ... Σημαδιακὸς κι ἀταίριαστος εἶναι.
Κι ἐξηκολούθησε τὸ δρόμο της.
Κ᾿ ἡ γολέτα ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ βολταντζάρῃ εἰς τὸν λιμένα. Κι ὁ μικρὸς βοσκὸς ἐξηκολούθει νὰ φυσᾷ τὸν αὐλόν του εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτός.
Πορτραίτο μικρού κοριτσιού(Γεώργιος Ιακωβίδης)Κ᾿ ἡ φώκη, καθὼς εἶχεν ἔλθει ἔξω εἰς τὰ ρηχά, ηὖρε τὸ μικρὸν πνιγμένον σῶμα τῆς πτωχῆς Ἀκριβούλας, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ περιτριγυρίζῃ καὶ νὰ τὸ μοιρολογᾷ, πρὶν ἀρχίση τὸ ἑσπερινὸν δεῖπνον της.
Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκης, τὸ ὁποῖον μετέφρασεν εἰς ἀνθρώπινα λόγια εἶς γέρων ψαρᾶς, ἐντριβὴς εἰς τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν, ἔλεγε περίπου τὰ ἑξῆς:
Αὐτὴ ἦτον ἡ Ἀκριβούλαἡ ἐγγόνα τῆς γριά-Λούκαινας.Φύκιά ῾ναι τὸ στεφάνι της,κοχύλια τὰ προικιά της...Κ᾿ ἡ γριὰ ἀκόμα μοιρολογᾷτὰ γεννοβόλια της τὰ παλιά.Σὰν νἄχαν ποτὲ τελειωμὸτὰ πάθια κ᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.



Η Αλίκη Καγιαλόγλου διαβάζει και τραγουδά Παπαδιαμάντη


Mπορείτε να κατεβάσετε όλο το κομμάτι (~15Mb), χωρίς περικοπές, με δεξί κλικ και αποθήκευση ως: εδώ

19 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΝΑΥΑΓΙΩΝ ΝΑΥΑΓΙΑ

    Πελώριον κύμα, λυσοδέστερον των άλλων,εκορυφώθη ού μακρά της ακτής,
    μανιωδώς,παφλάζον,μετά ροίβδου φοβερού ρηγνήμενον κατά του βράχου,αφήσαν οπίσω τους ασθενέστερους συντρόφους,αναλαβόν δ'εατόν τον αγώνα,ελεινού φελλού,περιστρεφέροντος εν αυτώ,προς τη συμφυεί ελαφρότητι του ξύλου,και την τρικέφαλον ανθρωπίνην κουφότητα των ναυβατών.
    Σφοδρότατος Εύρος είχεν αρχίσει να φυσά απο της δείλης,συρίζων λυσσωδώς εις θαλάσσας και ηπείρους,σφίγγων και περιλίσσων εγγύθεν τα κύματα,εμβάλων δίνας και στροβιλισμούς εις το πέλαγος,πεδίον άπειρον ασπόνδου πολέμου,όπου δυσδιάκριτον ήτο τό τε ορμητήριον και η κατεύθηνσις του εχθρού.
    ο ορίζων είχε συσκωτισθή ήδη πρίν δύση ο ήλιος,και ο ουρανός μολύβδινος,στυγνός και αφεγγής,εκρέματο ύπερθεν αγρίως μαινομένου πελάγους,άφωνος επι βρέμοντος ακίνητος επι συνταραττομένου,ως θόλος σκοτεινού τζαμιού επι δαπέδου ορχουμένων δερβισών.Είτα κατήλθε κατά μικρόν η νύξ,συγχέουσα και συνγκαλύπτουσα δια της αμέτρου μαυρίλας της την αταξίαν της πλάσεως,κρύπτουσα επάνω αστέρας και κάτω τας ειπήρους και τάς θάλασσας.Τρία άστρα.......

    -το πιό αγαπημένο μου από τον Παπαδιαμάντη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Συγνώμη albatrus, δεν είχα δει το σχόλιο :-) αυτό το blog το είχα φτιάξει δοκιμαστικά για να δω πως "δουλεύει" για να τον κανω σαν μάθημα στο σχολείο.

    Ναυαγίων Ναυάγια ωραίο! θα προσπαθήσω να το κάνω ποστ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. -κράτα το κι αυτό εδώ, σαν σελίδα λογοτεχνίας.
    -συχαίνομαι τα χρηματιστηριακές συζητήσεις και την πολιτική.
    -το σαρκικό μας κομμάτι χρειάζεται μόνο 200 γρμ ύλη την ημέρα για να τραφεί, ενώ την πνευματική τροφή σαν άνυδρη γη,τη ρουφάει σαν σφουγγάρι όση και νά'ναι!
    -η ορθή σκέψη και η γνώση, μας κάνουν να ξεχωρίζουμε από το δίποδο ον και μας ανεβάζει στο επίπεδο του ανθρώπου.

    -είναι κατάκτηση τελικά να είσαι Άνθρωπος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Καλημέρα albatrus, έγινε θα την κρατήσω, και θα αρχίσω να γράφω κι εδώ, στο μοιρολόγι της φώκιας είχα και την αφήγηση της Αλίκης Καλιαλόγλου αλλά κάτι έκανα στο imeem που την είχα ανβάσει και σβήστηκαν, θα τα αντικαταστήσω. Όλα αυτά έχουν δουλειά αλλά αξίζουν τον κόπο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. καλή σου μέρα evie.
    -διερωτάσαι αν αξίζουν!
    αυτά είναι σταθερές αξίες πάνω από το κέρδος.
    -και βέβαια αξίζουν.
    -είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά.και πρέπει να φυλάξουμε αυτήν την παρακαταθήκη και να τη διευρύνουμε.χρέος μας είναι.
    -το θησαυρό των γνώσεων, δεν δύναται να στον υφαρπάξει κανείς!των υλικών όμως!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Πράγματι, θέλει προσπάθεια να φυλάμε τους θησαυρούς μας, θέλει γνώση, παιδεία, και προπαντώς αλληλοβοήθεια και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ μας, είτε πρόκειται για τη γλώσσα μας είτε για την οικονομία μας, διαφορετικά χάνονται και τα δύο σιγά-σιγά και δίχως να το καταλάβουμε. Καλό απόγευμα albatrus.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ευαγγελία καλή σου μέρα, και καλή εβδομάδα να έχουμε!

    ο πίνακας με τη "σκούνα" και ο "βράχος με το κύμα" δεν πρέπει να είναι του βολονάκη.
    έχουν διαφορετική τεχνοτροπία και άλλη σύνθεση των χρωμάτων.
    -κάνω λάθος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. -πιο πολύ μοιάζουν ιταλική σχολή ενώ ο Βολανάκης ήταν της Γερμανικής σχολής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Καλημέρα albatrus, και καλή εβδομάδα, κι όμως είναι του Βολανάκη, http://www.paletaworld.org/artist.asp?id=3&pageNo=5

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. ευχαριστώ πολύ.
    μέχρι ΄τώρα είχα μόνο ένα έργο του.το "out of the port" από την εθνική πινακοθήκη
    τώρα τα έσωσα όλα.
    νά'σαι καλά.

    και κάτι ακόμα.
    -αλλού τον γράφουν ως Κωνσταντίνο Βολονάκη κι αλλού ως Κωνσταντίνο Βολανάκη αυτός πώς υπέγραφε τους πίνακες;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Αν κάνεις κλικ πάνω στον πρώτο πίνακα με ζουμ στην υπογραφή φαίνεται καθαρά ότι υπογράφει ως Βολανάκης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. καλησπέρα ευη!
    η υπογραφή του εκεί φαίνεται ξεκάθαρα.
    40 χρόνια τον ήξερα τον άνθρωπο ως Βολονάκη και τώρα πια έμαθα το πραγματικό όνομα του καλλιτέχνη.
    ευχαριστώ πολύ
    -πάντως η μικρή ανιψιά της Λούγκενας,δεν είναι δικό του έργο.
    έχει την υπογραφή του Γ.Ιακωβίδη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Καλησπέρα albatrus! ναι του Ιακωβίδη είναι, το αναφέρω με pop up λεζάντα. Και το πιο πάνω έργo είναι σε soft pastel της L. Frechette

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Ευχαριστώ πολύ, κι εσείς ό,τι επιθυμείτε ευχομαι να γίνει πραγματικότητα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. https://www.youtube.com/watch?v=BmZ9TH8OSy8

    ΑπάντησηΔιαγραφή